απωθημένος
Greek
Etymology
Passive participle of perf
Participle
απωθημένος • (apothiménos) m (feminine απωθημένη, neuter απωθημένο)
- repelled
- (nominalised) repressed feeling
- (nominalised, in the plural) inhibitions
Declension
Declension of απωθημένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απωθημένος • | απωθημένη • | απωθημένο • | απωθημένοι • | απωθημένες • | απωθημένα • |
genitive | απωθημένου • | απωθημένης • | απωθημένου • | απωθημένων • | απωθημένων • | απωθημένων • |
accusative | απωθημένο • | απωθημένη • | απωθημένο • | απωθημένους • | απωθημένες • | απωθημένα • |
vocative | απωθημένε • | απωθημένη • | απωθημένο • | απωθημένοι • | απωθημένες • | απωθημένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απωθημένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απωθημένος, etc.) |
Related terms
- see: απωθώ (apothó, “to repulse, to repel”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.