απροσχεδίαστος
Greek
Adjective
απροσχεδίαστος • (aproschedíastos) m (feminine απροσχεδίαστη, neuter απροσχεδίαστο)
- disorganised (UK), disorganized (US), not designed
- unpremeditated, spontaneous
- Synonym: απρομελέτητος (apromelétitos)
Declension
Declension of απροσχεδίαστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απροσχεδίαστος • | απροσχεδίαστη • | απροσχεδίαστο • | απροσχεδίαστοι • | απροσχεδίαστες • | απροσχεδίαστα • |
genitive | απροσχεδίαστου • | απροσχεδίαστης • | απροσχεδίαστου • | απροσχεδίαστων • | απροσχεδίαστων • | απροσχεδίαστων • |
accusative | απροσχεδίαστο • | απροσχεδίαστη • | απροσχεδίαστο • | απροσχεδίαστους • | απροσχεδίαστες • | απροσχεδίαστα • |
vocative | απροσχεδίαστε • | απροσχεδίαστη • | απροσχεδίαστο • | απροσχεδίαστοι • | απροσχεδίαστες • | απροσχεδίαστα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απροσχεδίαστος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απροσχεδίαστος, etc.) |
Related terms
- see: σχέδιο n (schédio, “sketch, drawing”)
Further reading
- απροσχεδίαστος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.