αποτυχημένος
Greek
Declension
Declension of αποτυχημένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποτυχημένος • | αποτυχημένη • | αποτυχημένο • | αποτυχημένοι • | αποτυχημένες • | αποτυχημένα • |
genitive | αποτυχημένου • | αποτυχημένης • | αποτυχημένου • | αποτυχημένων • | αποτυχημένων • | αποτυχημένων • |
accusative | αποτυχημένο • | αποτυχημένη • | αποτυχημένο • | αποτυχημένους • | αποτυχημένες • | αποτυχημένα • |
vocative | αποτυχημένε • | αποτυχημένη • | αποτυχημένο • | αποτυχημένοι • | αποτυχημένες • | αποτυχημένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αποτυχημένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αποτυχημένος, etc.) |
Further reading
- αποτυχημένος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.