αποτελεσματικός
Greek
Adjective
αποτελεσματικός • (apotelesmatikós) m (feminine αποτελεσματική, neuter αποτελεσματικό)
Declension
Declension of αποτελεσματικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποτελεσματικός • | αποτελεσματική • | αποτελεσματικό • | αποτελεσματικοί • | αποτελεσματικές • | αποτελεσματικά • |
genitive | αποτελεσματικού • | αποτελεσματικής • | αποτελεσματικού • | αποτελεσματικών • | αποτελεσματικών • | αποτελεσματικών • |
accusative | αποτελεσματικό • | αποτελεσματική • | αποτελεσματικό • | αποτελεσματικούς • | αποτελεσματικές • | αποτελεσματικά • |
vocative | αποτελεσματικέ • | αποτελεσματική • | αποτελεσματικό • | αποτελεσματικοί • | αποτελεσματικές • | αποτελεσματικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αποτελεσματικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αποτελεσματικός, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποτελεσματικότερος • | αποτελεσματικότερη • | αποτελεσματικότερο • | αποτελεσματικότεροι • | αποτελεσματικότερες • | αποτελεσματικότερα • |
genitive | αποτελεσματικότερου • | αποτελεσματικότερης • | αποτελεσματικότερου • | αποτελεσματικότερων • | αποτελεσματικότερων • | αποτελεσματικότερων • |
accusative | αποτελεσματικότερο • | αποτελεσματικότερη • | αποτελεσματικότερο • | αποτελεσματικότερους • | αποτελεσματικότερες • | αποτελεσματικότερα • |
vocative | αποτελεσματικότερε • | αποτελεσματικότερη • | αποτελεσματικότερο • | αποτελεσματικότεροι • | αποτελεσματικότερες • | αποτελεσματικότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αποτελεσματικότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποτελεσματικότατος • | αποτελεσματικότατη • | αποτελεσματικότατο • | αποτελεσματικότατοι • | αποτελεσματικότατες • | αποτελεσματικότατα • |
genitive | αποτελεσματικότατου • | αποτελεσματικότατης • | αποτελεσματικότατου • | αποτελεσματικότατων • | αποτελεσματικότατων • | αποτελεσματικότατων • |
accusative | αποτελεσματικότατο • | αποτελεσματικότατη • | αποτελεσματικότατο • | αποτελεσματικότατους • | αποτελεσματικότατες • | αποτελεσματικότατα • |
vocative | αποτελεσματικότατε • | αποτελεσματικότατη • | αποτελεσματικότατο • | αποτελεσματικότατοι • | αποτελεσματικότατες • | αποτελεσματικότατα • |
Related terms
- see: αποτέλεσμα (apotélesma, “effect, result”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.