αποσπασμένος
Greek
Alternative forms
- απεσπασμένος (apespasménos) (older dated form with internal augment)
Etymology
Perfect participle of αποσπώμαι (apospómai), passive voice of αποσπώ (“extract, distract”).
Pronunciation
- IPA(key): /a.po.spaˈzme.nos/
- Hyphenation: α‧πο‧σπα‧σμέ‧νος
Participle
αποσπασμένος • (apospasménos) m (feminine αποσπασμένη, neuter αποσπασμένο)
- extracted
- transferred, moved temporarily to alternative assignment
- Υπάρχουν πολλοί δάσκαλοι αποσπασμένοι σε διοικητικές θέσεις στο Υπουργείο Παιδείας.
- Ypárchoun polloí dáskaloi apospasménoi se dioikitikés théseis sto Ypourgeío Paideías.
- There are many teachers transferred to administrative posts at the Ministry of Education.
- distracted
- Η προσοχή μου είναι αποσπασμένη ― I prosochí mou eínai apospasméni ― My attention is distracted.
Declension
Declension of αποσπασμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποσπασμένος • | αποσπασμένη • | αποσπασμένο • | αποσπασμένοι • | αποσπασμένες • | αποσπασμένα • |
genitive | αποσπασμένου • | αποσπασμένης • | αποσπασμένου • | αποσπασμένων • | αποσπασμένων • | αποσπασμένων • |
accusative | αποσπασμένο • | αποσπασμένη • | αποσπασμένο • | αποσπασμένους • | αποσπασμένες • | αποσπασμένα • |
vocative | αποσπασμένε • | αποσπασμένη • | αποσπασμένο • | αποσπασμένοι • | αποσπασμένες • | αποσπασμένα • |
Further reading
- απεσπασμένος, αποσπασμένος - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary [MGED online, 2009. letter α only], Centre for the Greek language
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.