αποπλάνηση
Greek
Noun
αποπλάνηση • (apoplánisi) f (plural αποπλανήσεις)
Declension
declension of αποπλάνηση
case \ number | singular | plural | |
---|---|---|---|
nominative | αποπλάνηση • | αποπλανήσεις • | |
genitive | αποπλάνησης • | αποπλανήσεων • | |
accusative | αποπλάνηση • | αποπλανήσεις • | |
vocative | αποπλάνηση • | αποπλανήσεις • | |
Older or formal genitive singular: αποπλανήσεως • |
Related terms
- see: αποπλανώ (apoplanó, “to seduce”)
Further reading
- αποπλάνηση - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.