απομακρυσμένος
Greek
Etymology
Perfect passive participle of απομακρύνομαι (apomakrýnomai), passive voice of απομακρύνω (apomakrýno, “keep off at a distance”)
Pronunciation
- IPA(key): /a.po.ma.kɾiˈzme.nos/
- Hyphenation: α‧πο‧μα‧κρυ‧σμέ‧νος
Participle
απομακρυσμένος • (apomakrysménos) m (feminine απομακρυσμένη, neuter απομακρυσμένο)
Declension
Declension of απομακρυσμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απομακρυσμένος • | απομακρυσμένη • | απομακρυσμένο • | απομακρυσμένοι • | απομακρυσμένες • | απομακρυσμένα • |
genitive | απομακρυσμένου • | απομακρυσμένης • | απομακρυσμένου • | απομακρυσμένων • | απομακρυσμένων • | απομακρυσμένων • |
accusative | απομακρυσμένο • | απομακρυσμένη • | απομακρυσμένο • | απομακρυσμένους • | απομακρυσμένες • | απομακρυσμένα • |
vocative | απομακρυσμένε • | απομακρυσμένη • | απομακρυσμένο • | απομακρυσμένοι • | απομακρυσμένες • | απομακρυσμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απομακρυσμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απομακρυσμένος, etc.) |
Related terms
- see: απομακρύνω (apomakrýno, “to remove”)
Further reading
- απομακρυσμένος - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary [MGED online, 2009. letter α only], Centre for the Greek language
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.