απομαγνητισμός
Greek
Noun
απομαγνητισμός • (apomagnitismós) f (plural απομαγνητισμοί)
- demagnetisation (UK), demagnetization (US)
- Synonym: απομαγνήτιση (apomagnítisi)
Declension
declension of απομαγνητισμός
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | απομαγνητισμός • | απομαγνητισμοί • |
genitive | απομαγνητισμού • | απομαγνητισμών • |
accusative | απομαγνητισμό • | απομαγνητισμούς • |
vocative | απομαγνητισμέ • | απομαγνητισμοί • |
Related terms
- see: απομαγνητίζω (apomagnitízo, “to demagnetise”)
Further reading
- Μαγνήτιση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.