απομάκρυνση
Greek
Noun
απομάκρυνση • (apomákrynsi) f (plural απομακρύνσεις)
- removal, departure
- κοινωνική απομάκρυνση ― koinonikí apomákrynsi ― social distancing
- evacuation
Declension
declension of απομάκρυνση
case \ number | singular | plural | |
---|---|---|---|
nominative | απομάκρυνση • | απομακρύνσεις • | |
genitive | απομάκρυνσης • | απομακρύνσεων • | |
accusative | απομάκρυνση • | απομακρύνσεις • | |
vocative | απομάκρυνση • | απομακρύνσεις • | |
Older or formal genitive singular: απομακρύνσεως • |
Related terms
- see: απομακρύνω (apomakrýno, “to remove”)
Further reading
- Κοινωνική απομάκρυνση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- απομάκρυνση - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.