αποκτημένος
Greek
Etymology
Perfect participle of αποκτώμαι (apoktómai) & αποκτιέμαι (apoktiémai), passive voices of αποκτώ, αποκτάω (“acquire”).
Pronunciation
- IPA(key): /a.po.ktiˈme.nos/
- Hyphenation: α‧πο‧κτη‧μέ‧νος
Participle
αποκτημένος • (apoktiménos) m (feminine αποκτημένη, neuter αποκτημένο)
- acquired, gained
- also see the formal κεκτημένος (kektiménos)
Declension
Declension of αποκτημένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποκτημένος • | αποκτημένη • | αποκτημένο • | αποκτημένοι • | αποκτημένες • | αποκτημένα • |
genitive | αποκτημένου • | αποκτημένης • | αποκτημένου • | αποκτημένων • | αποκτημένων • | αποκτημένων • |
accusative | αποκτημένο • | αποκτημένη • | αποκτημένο • | αποκτημένους • | αποκτημένες • | αποκτημένα • |
vocative | αποκτημένε • | αποκτημένη • | αποκτημένο • | αποκτημένοι • | αποκτημένες • | αποκτημένα • |
See also
- ανακτημένος (anaktiménos, “recoverd, regained”)
- κεκτημένος (kektiménos, “acquired”)
Further reading
- αποκτημένος - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary [MGED online, 2009. letter α only], Centre for the Greek language
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.