αποκεφάλισμα
Greek
Noun
αποκεφάλισμα • (apokefálisma) n (plural αποκεφαλίσματα)
- decapitation
- Synonyms: αποκεφάλιση (apokefálisi), αποκεφαλισμός (apokefalismós), καρατόμηση (karatómisi)
Declension
declension of αποκεφάλισμα
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | αποκεφάλισμα • | αποκεφαλίσματα • |
genitive | αποκεφαλίσματος • | αποκεφαλισμάτων • |
accusative | αποκεφάλισμα • | αποκεφαλίσματα • |
vocative | αποκεφάλισμα • | αποκεφαλίσματα • |
Related terms
- see: αποκεφαλίζω (apokefalízo, “to behead”)
Further reading
- Αποκεφαλισμός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.