αποδυτήριο
Greek
Noun
αποδυτήριο • (apodytírio) n (plural αποδυτήρια) (usually in the plural)
Declension
declension of αποδυτήριο
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | αποδυτήριο • | αποδυτήρια • |
genitive | αποδυτηρίου •, αποδυτήριου • | αποδυτηρίων • |
accusative | αποδυτήριο • | αποδυτήρια • |
vocative | αποδυτήριο • | αποδυτήρια • |
Related terms
- see: αποδύομαι (apodýomai, “I undress”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.