απογαλακτισμός
See also: ἀπογαλακτισμός
Greek
Etymology
From Ancient Greek ἀπογαλακτισμός (apogalaktismós).
Noun
απογαλακτισμός • (apogalaktismós) m
- weaning
- Synonyms: αποθηλασμός (apothilasmós), (colloquial) απόκομμα (apókomma)
- (physiology) ablactation, drying-up
Declension
declension of απογαλακτισμός
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | απογαλακτισμός • | απογαλακτισμοί • |
genitive | απογαλακτισμού • | απογαλακτισμών • |
accusative | απογαλακτισμό • | απογαλακτισμούς • |
vocative | απογαλακτισμέ • | απογαλακτισμοί • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.