αποίητος
Greek
Adjective
αποίητος • (apoíitos) m (feminine αποίητη, neuter αποίητο)
- uncreated, uninitiated, unformed
- Synonyms: αδημιούργητος (adimioúrgitos), ακάμωτος (akámotos), άπλαστος (áplastos)
- Antonyms: δημιουργημένος (dimiourgiménos), καμωμένος (kamoménos)
Declension
Declension of αποίητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποίητος • | αποίητη • | αποίητο • | αποίητοι • | αποίητες • | αποίητα • |
genitive | αποίητου • | αποίητης • | αποίητου • | αποίητων • | αποίητων • | αποίητων • |
accusative | αποίητο • | αποίητη • | αποίητο • | αποίητους • | αποίητες • | αποίητα • |
vocative | αποίητε • | αποίητη • | αποίητο • | αποίητοι • | αποίητες • | αποίητα • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.