απλωτός
Greek
Adjective
Declension
Declension of απλωτός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απλωτός • | απλωτή • | απλωτό • | απλωτοί • | απλωτές • | απλωτά • |
genitive | απλωτού • | απλωτής • | απλωτού • | απλωτών • | απλωτών • | απλωτών • |
accusative | απλωτό • | απλωτή • | απλωτό • | απλωτούς • | απλωτές • | απλωτά • |
vocative | απλωτέ • | απλωτή • | απλωτό • | απλωτοί • | απλωτές • | απλωτά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απλωτός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απλωτός, etc.) |
Related terms
- απλωσιά f (aplosiá, “space, plain”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.