απεριποίητος
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /a.pe.ɾiˈpi.i.tos/
- Hyphenation: α‧πε‧ρι‧ποί‧η‧τος
Adjective
απεριποίητος • (aperipoíitos) m (feminine απεριποίητη, neuter απεριποίητο)
- neglected, uncared-for, untended
- unkempt, untidy
- Synonym: ατημέλητος (atimélitos)
- Antonym: περιποιημένος (peripoiiménos)
Declension
Declension of απεριποίητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απεριποίητος • | απεριποίητη • | απεριποίητο • | απεριποίητοι • | απεριποίητες • | απεριποίητα • |
genitive | απεριποίητου • | απεριποίητης • | απεριποίητου • | απεριποίητων • | απεριποίητων • | απεριποίητων • |
accusative | απεριποίητο • | απεριποίητη • | απεριποίητο • | απεριποίητους • | απεριποίητες • | απεριποίητα • |
vocative | απεριποίητε • | απεριποίητη • | απεριποίητο • | απεριποίητοι • | απεριποίητες • | απεριποίητα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απεριποίητος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απεριποίητος, etc.) |
Related terms
- see: περιποιούμαι (peripoioúmai, “take care of”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.