απερίτεχνος
Greek
Adjective
απερίτεχνος • (aperítechnos) m (feminine απερίτεχνη, neuter απερίτεχνο)
Declension
Declension of απερίτεχνος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απερίτεχνος • | απερίτεχνη • | απερίτεχνο • | απερίτεχνοι • | απερίτεχνες • | απερίτεχνα • |
genitive | απερίτεχνου • | απερίτεχνης • | απερίτεχνου • | απερίτεχνων • | απερίτεχνων • | απερίτεχνων • |
accusative | απερίτεχνο • | απερίτεχνη • | απερίτεχνο • | απερίτεχνους • | απερίτεχνες • | απερίτεχνα • |
vocative | απερίτεχνε • | απερίτεχνη • | απερίτεχνο • | απερίτεχνοι • | απερίτεχνες • | απερίτεχνα • |
Related terms
- see: τέχνη f (téchni, “craftsmanship”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.