απελευθέρωση
Greek
Noun
απελευθέρωση • (apelefthérosi) f (plural απελευθερώσεις)
- liberation
- η απελευθέρωση της Αθήνας ― i apelefthérosi tis Athínas ― the liberation of Athens
- deliverance
- emancipation, release, liberation
Declension
declension of απελευθέρωση
case \ number | singular | plural | |
---|---|---|---|
nominative | απελευθέρωση • | απελευθερώσεις • | |
genitive | απελευθέρωσης • | απελευθερώσεων • | |
accusative | απελευθέρωση • | απελευθερώσεις • | |
vocative | απελευθέρωση • | απελευθερώσεις • | |
Older or formal genitive singular: απελευθερώσεως • |
Related terms
- απελευθερία f (apelefthería, “liberty, freedom”)
- απελεύθερος (apeléftheros, “emancipated”, adjective)
- απελευθερώνω (apeleftheróno, “I set free, I liberate”)
- απελευθερωτής m (apeleftherotís, “liberator”)
- απελευθερωτικός (apeleftherotikós, “liberating, emacipating”)
- απελευθερώτρια f (apeleftherótria, “liberator”)
Further reading
- Απελευθέρωση της Αθήνας (1944) on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.