απαίσιος
Greek
Etymology
From Koine Greek ἀπαίσιος (apaísios, “ominous, sinister”), from Ancient Greek ἀπό (apó, “from”) + αἴσιος (aísios, “favourable”), ultimately from the root of αἰτέω (aitéō, “to ask for, beg”) + -ιος (-ios). Compare αἶσα (aîsa, “destiny, divine fate”).
Adjective
Declension
Declension of απαίσιος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απαίσιος • | απαίσια • | απαίσιο • | απαίσιοι • | απαίσιες • | απαίσια • |
genitive | απαίσιου • | απαίσιας • | απαίσιου • | απαίσιων • | απαίσιων • | απαίσιων • |
accusative | απαίσιο • | απαίσια • | απαίσιο • | απαίσιους • | απαίσιες • | απαίσια • |
vocative | απαίσιε • | απαίσια • | απαίσιο • | απαίσιοι • | απαίσιες • | απαίσια • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απαίσιος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απαίσιος, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απαισιότερος • | απαισιότερη • | απαισιότερο • | απαισιότεροι • | απαισιότερες • | απαισιότερα • |
genitive | απαισιότερου • | απαισιότερης • | απαισιότερου • | απαισιότερων • | απαισιότερων • | απαισιότερων • |
accusative | απαισιότερο • | απαισιότερη • | απαισιότερο • | απαισιότερους • | απαισιότερες • | απαισιότερα • |
vocative | απαισιότερε • | απαισιότερη • | απαισιότερο • | απαισιότεροι • | απαισιότερες • | απαισιότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο απαισιότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απαισιότατος • | απαισιότατη • | απαισιότατο • | απαισιότατοι • | απαισιότατες • | απαισιότατα • |
genitive | απαισιότατου • | απαισιότατης • | απαισιότατου • | απαισιότατων • | απαισιότατων • | απαισιότατων • |
accusative | απαισιότατο • | απαισιότατη • | απαισιότατο • | απαισιότατους • | απαισιότατες • | απαισιότατα • |
vocative | απαισιότατε • | απαισιότατη • | απαισιότατο • | απαισιότατοι • | απαισιότατες • | απαισιότατα • |
Derived terms
- απαισιόμορφος (apaisiómorfos, “deformed”, adjective)
- απαίσια (apaísia, “awfully, horribly”, adverb)
- απαισιότητα f (apaisiótita, “awfulness, horribleness”)
Related terms
- απαισιοδοξία m (apaisiodoxía, “pessimism”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.