αξιόμαχος
Greek
Adjective
αξιόμαχος • (axiómachos) m (feminine αξιόμαχη, neuter αξιόμαχο)
Declension
Declension of αξιόμαχος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αξιόμαχος • | αξιόμαχη • | αξιόμαχο • | αξιόμαχοι • | αξιόμαχες • | αξιόμαχα • |
genitive | αξιόμαχου • | αξιόμαχης • | αξιόμαχου • | αξιόμαχων • | αξιόμαχων • | αξιόμαχων • |
accusative | αξιόμαχο • | αξιόμαχη • | αξιόμαχο • | αξιόμαχους • | αξιόμαχες • | αξιόμαχα • |
vocative | αξιόμαχε • | αξιόμαχη • | αξιόμαχο • | αξιόμαχοι • | αξιόμαχες • | αξιόμαχα • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.