αξιωματούχος
Greek
Noun
αξιωματούχος • (axiomatoúchos) m or f (plural αξιωματούχοι)
- official, functionary, dignitary
- Synonyms: λειτουργός (leitourgós), στέλεχος (stélechos)
Declension
declension of αξιωματούχος
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | αξιωματούχος • | αξιωματούχοι • |
genitive | αξιωματούχου • | αξιωματούχων • |
accusative | αξιωματούχο • | αξιωματούχους • |
vocative | αξιωματούχε • | αξιωματούχοι • |
Related terms
- see: αξίωμα n (axíoma, “rank; maxim”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.