αξιοπαρατήρητος
Greek
Adjective
αξιοπαρατήρητος • (axioparatíritos) m (feminine αξιοπαρατήρητη, neuter αξιοπαρατήρητο)
- noteworthy, remarkable
- Synonyms: αξιοπρόσεκτος (axioprósektos), αξιοσημείωτος (axiosimeíotos)
- Coordinate term: αξιομνημόνευτος (axiomnimóneftos)
Declension
Declension of αξιοπαρατήρητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αξιοπαρατήρητος • | αξιοπαρατήρητη • | αξιοπαρατήρητο • | αξιοπαρατήρητοι • | αξιοπαρατήρητες • | αξιοπαρατήρητα • |
genitive | αξιοπαρατήρητου • | αξιοπαρατήρητης • | αξιοπαρατήρητου • | αξιοπαρατήρητων • | αξιοπαρατήρητων • | αξιοπαρατήρητων • |
accusative | αξιοπαρατήρητο • | αξιοπαρατήρητη • | αξιοπαρατήρητο • | αξιοπαρατήρητους • | αξιοπαρατήρητες • | αξιοπαρατήρητα • |
vocative | αξιοπαρατήρητε • | αξιοπαρατήρητη • | αξιοπαρατήρητο • | αξιοπαρατήρητοι • | αξιοπαρατήρητες • | αξιοπαρατήρητα • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.