αξιαγάπητος
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /aksiaˈɣapitos/
- Hyphenation: α‧ξι‧α‧γά‧πη‧τος
Adjective
αξιαγάπητος • (axiagápitos) m (feminine αξιαγάπητη, neuter αξιαγάπητο)
- lovable, dear (deserving of love and affection)
- Synonym: αξιέραστος (axiérastos)
Declension
Declension of αξιαγάπητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αξιαγάπητος • | αξιαγάπητη • | αξιαγάπητο • | αξιαγάπητοι • | αξιαγάπητες • | αξιαγάπητα • |
genitive | αξιαγάπητου • | αξιαγάπητης • | αξιαγάπητου • | αξιαγάπητων • | αξιαγάπητων • | αξιαγάπητων • |
accusative | αξιαγάπητο • | αξιαγάπητη • | αξιαγάπητο • | αξιαγάπητους • | αξιαγάπητες • | αξιαγάπητα • |
vocative | αξιαγάπητε • | αξιαγάπητη • | αξιαγάπητο • | αξιαγάπητοι • | αξιαγάπητες • | αξιαγάπητα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αξιαγάπητος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αξιαγάπητος, etc.) |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.