αξεδίψαστος
Greek
Declension
Declension of αξεδίψαστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αξεδίψαστος • | αξεδίψαστη • | αξεδίψαστο • | αξεδίψαστοι • | αξεδίψαστες • | αξεδίψαστα • |
genitive | αξεδίψαστου • | αξεδίψαστης • | αξεδίψαστου • | αξεδίψαστων • | αξεδίψαστων • | αξεδίψαστων • |
accusative | αξεδίψαστο • | αξεδίψαστη • | αξεδίψαστο • | αξεδίψαστους • | αξεδίψαστες • | αξεδίψαστα • |
vocative | αξεδίψαστε • | αξεδίψαστη • | αξεδίψαστο • | αξεδίψαστοι • | αξεδίψαστες • | αξεδίψαστα • |
Related terms
- and see: δίψα f (dípsa, “thirst”)
- αξεδίψαστα (axedípsasta, “unquenchably”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.