αξέχαστος
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /aˈkse.xa.stos/
- Hyphenation: α‧ξέ‧χα‧στος
Declension
Declension of αξέχαστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αξέχαστος • | αξέχαστη • | αξέχαστο • | αξέχαστοι • | αξέχαστες • | αξέχαστα • |
genitive | αξέχαστου • | αξέχαστης • | αξέχαστου • | αξέχαστων • | αξέχαστων • | αξέχαστων • |
accusative | αξέχαστο • | αξέχαστη • | αξέχαστο • | αξέχαστους • | αξέχαστες • | αξέχαστα • |
vocative | αξέχαστε • | αξέχαστη • | αξέχαστο • | αξέχαστοι • | αξέχαστες • | αξέχαστα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αξέχαστος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αξέχαστος, etc.) |
References
- αξέχαστος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.