ανυπόδητος
Greek
Alternative forms
- ανυπόδυτος (anypódytos)
Adjective
ανυπόδητος • (anypóditos) m (feminine ανυπόδητη, neuter ανυπόδητο)
- barefoot, barefooted, shoeless, unshod
- Synonyms: ξυπόλυτος (xypólytos), απαπούτσωτος (apapoútsotos), ξεκάλτσωτος (xekáltsotos)
- Antonym: παπουτσωμένος (papoutsoménos)
Declension
Declension of ανυπόδητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανυπόδητος • | ανυπόδητη • | ανυπόδητο • | ανυπόδητοι • | ανυπόδητες • | ανυπόδητα • |
genitive | ανυπόδητου • | ανυπόδητης • | ανυπόδητου • | ανυπόδητων • | ανυπόδητων • | ανυπόδητων • |
accusative | ανυπόδητο • | ανυπόδητη • | ανυπόδητο • | ανυπόδητους • | ανυπόδητες • | ανυπόδητα • |
vocative | ανυπόδητε • | ανυπόδητη • | ανυπόδητο • | ανυπόδητοι • | ανυπόδητες • | ανυπόδητα • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.