αντιτετανικός
Greek
Adjective
αντιτετανικός • (antitetanikós) m (feminine αντιτετανικη, neuter αντιτετανικό)
Declension
Declension of αντιτετανικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντιτετανικός • | αντιτετανική • | αντιτετανικό • | αντιτετανικοί • | αντιτετανικές • | αντιτετανικά • |
genitive | αντιτετανικού • | αντιτετανικής • | αντιτετανικού • | αντιτετανικών • | αντιτετανικών • | αντιτετανικών • |
accusative | αντιτετανικό • | αντιτετανική • | αντιτετανικό • | αντιτετανικούς • | αντιτετανικές • | αντιτετανικά • |
vocative | αντιτετανικέ • | αντιτετανική • | αντιτετανικό • | αντιτετανικοί • | αντιτετανικές • | αντιτετανικά • |
Related terms
- τέτανος m (tétanos, “tetanus”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.