αντιπρύτανης
Greek
Noun
αντιπρύτανης • (antiprýtanis) m or f (plural αντιπρυτάνεις)
Declension
declension of αντιπρύτανης
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | αντιπρύτανης • | αντιπρυτάνεις • |
genitive | αντιπρύτανη •, αντιπρυτάνεως • | αντιπρυτάνεων • |
accusative | αντιπρύτανη • | αντιπρυτάνεις • |
vocative | αντιπρύτανη • | αντιπρυτάνεις • |
Related terms
- and see: πρύτανης m or f (prýtanis, “rector”)
- αντιπρυτανεία f (antiprytaneía, “deputy rectorship”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.