αντιπληθωριστικός
Greek
Adjective
αντιπληθωριστικός • (antiplithoristikós) m (feminine αντιπληθωριστική, neuter αντιπληθωριστικό)
- (economics) deflationary
- Antonym: πληθωριστικός (plithoristikós)
Declension
Declension of αντιπληθωριστικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντιπληθωριστικός • | αντιπληθωριστική • | αντιπληθωριστικό • | αντιπληθωριστικοί • | αντιπληθωριστικές • | αντιπληθωριστικά • |
genitive | αντιπληθωριστικού • | αντιπληθωριστικής • | αντιπληθωριστικού • | αντιπληθωριστικών • | αντιπληθωριστικών • | αντιπληθωριστικών • |
accusative | αντιπληθωριστικό • | αντιπληθωριστική • | αντιπληθωριστικό • | αντιπληθωριστικούς • | αντιπληθωριστικές • | αντιπληθωριστικά • |
vocative | αντιπληθωριστικέ • | αντιπληθωριστική • | αντιπληθωριστικό • | αντιπληθωριστικοί • | αντιπληθωριστικές • | αντιπληθωριστικά • |
Related terms
- see: πλήθος n (plíthos, “a lot”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.