αντιπατριωτισμός
Greek
Declension
declension of αντιπατριωτισμός
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | αντιπατριωτισμός • | αντιπατριωτισμοί • |
genitive | αντιπατριωτισμού • | αντιπατριωτισμών • |
accusative | αντιπατριωτισμό • | αντιπατριωτισμούς • |
vocative | αντιπατριωτισμέ • | αντιπατριωτισμοί • |
Related terms
- and see: πατριωτισμός m (patriotismós, “patriotism”)
- αντιπατριώτης m (antipatriótis, “antipatriot”)
- αντιπατριωτικά (antipatriotiká, “unpatriotically”, adverb)
- αντιπατριωτικός (antipatriotikós, “unpatriotic”, adjective)
- αντιπατριώτισσα f (antipatriótissa, “antipatriot”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.