αντικατάσταση
Greek
Declension
declension of αντικατάσταση
case \ number | singular | plural | |
---|---|---|---|
nominative | αντικατάσταση • | αντικαταστάσεις • | |
genitive | αντικατάστασης • | αντικαταστάσεων • | |
accusative | αντικατάσταση • | αντικαταστάσεις • | |
vocative | αντικατάσταση • | αντικαταστάσεις • | |
Older or formal genitive singular: αντικαταστάσεως • |
Related terms
- αναντικατάστατος (anantikatástatos, “irreplaceable”)
- αντικαταστάτης m (antikatastátis, “male replacement”)
- αντικαταστατός (antikatastatós, “replaceable”)
- αντικαταστάτρια f (antikatastátria, “female replacement”)
- and see: αντικαθιστώ (antikathistó, “replace”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.