αντικαθεστωτικός
Greek
Adjective
αντικαθεστωτικός • (antikathestotikós) m (feminine αντικαθεστωτική, neuter αντικαθεστωτικό)
- subversive, revolutionary, seditious, dissident
- Synonyms: ανατρεπτικός (anatreptikós), υπονομευτικός (yponomeftikós)
Declension
Declension of αντικαθεστωτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντικαθεστωτικός • | αντικαθεστωτική • | αντικαθεστωτικό • | αντικαθεστωτικοί • | αντικαθεστωτικές • | αντικαθεστωτικά • |
genitive | αντικαθεστωτικού • | αντικαθεστωτικής • | αντικαθεστωτικού • | αντικαθεστωτικών • | αντικαθεστωτικών • | αντικαθεστωτικών • |
accusative | αντικαθεστωτικό • | αντικαθεστωτική • | αντικαθεστωτικό • | αντικαθεστωτικούς • | αντικαθεστωτικές • | αντικαθεστωτικά • |
vocative | αντικαθεστωτικέ • | αντικαθεστωτική • | αντικαθεστωτικό • | αντικαθεστωτικοί • | αντικαθεστωτικές • | αντικαθεστωτικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντικαθεστωτικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντικαθεστωτικός, etc.) |
Related terms
- see: αντικαθιστώ (antikathistó, “to replace, to stand in for, to substitute”)
Noun
αντικαθεστωτικός • (antikathestotikós) m (plural αντικαθεστωτικοί, feminine αντικαθεστωτική)
- subversive (person)
Declension
declension of αντικαθεστωτικός
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | αντικαθεστωτικός • | αντικαθεστωτικοί • |
genitive | αντικαθεστωτικού • | αντικαθεστωτικών • |
accusative | αντικαθεστωτικό • | αντικαθεστωτικούς • |
vocative | αντικαθεστωτικέ • | αντικαθεστωτικοί • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.