αντικίνητρο
Greek
Noun
αντικίνητρο • (antikínitro) n (plural αντικίνητρα)
- (neologism) disincentive
- Antonym: κίνητρο (kínitro)
Declension
declension of αντικίνητρο
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | αντικίνητρο • | αντικίνητρα • |
genitive | αντικινήτρου •, αντικίνητρου • | αντικινήτρων • |
accusative | αντικίνητρο • | αντικίνητρα • |
vocative | αντικίνητρο • | αντικίνητρα • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.