αντιεκρηκτικός
Greek
Adjective
αντιεκρηκτικός • (antiekriktikós) m (feminine αντιεκρηκτική, neuter αντιεκρηκτικό)
- blastproof
- antiexplosive, explosion proof, explosionproof
Declension
Declension of αντιεκρηκτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντιεκρηκτικός • | αντιεκρηκτική • | αντιεκρηκτικό • | αντιεκρηκτικοί • | αντιεκρηκτικές • | αντιεκρηκτικά • |
genitive | αντιεκρηκτικού • | αντιεκρηκτικής • | αντιεκρηκτικού • | αντιεκρηκτικών • | αντιεκρηκτικών • | αντιεκρηκτικών • |
accusative | αντιεκρηκτικό • | αντιεκρηκτική • | αντιεκρηκτικό • | αντιεκρηκτικούς • | αντιεκρηκτικές • | αντιεκρηκτικά • |
vocative | αντιεκρηκτικέ • | αντιεκρηκτική • | αντιεκρηκτικό • | αντιεκρηκτικοί • | αντιεκρηκτικές • | αντιεκρηκτικά • |
Related terms
- see: έκρηξη f (ékrixi, “explosive”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.