αντιδιφθερικός
Greek
Adjective
αντιδιφθερικός • (antidiftherikós) m (feminine αντιδιφθερική, neuter αντιδιφθερικό)
- Alternative form of αντιδιφθεριτικός (antidiftheritikós)
Declension
Declension of αντιδιφθερικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντιδιφθερικός • | αντιδιφθερική • | αντιδιφθερικό • | αντιδιφθερικοί • | αντιδιφθερικές • | αντιδιφθερικά • |
genitive | αντιδιφθερικού • | αντιδιφθερικής • | αντιδιφθερικού • | αντιδιφθερικών • | αντιδιφθερικών • | αντιδιφθερικών • |
accusative | αντιδιφθερικό • | αντιδιφθερική • | αντιδιφθερικό • | αντιδιφθερικούς • | αντιδιφθερικές • | αντιδιφθερικά • |
vocative | αντιδιφθερικέ • | αντιδιφθερική • | αντιδιφθερικό • | αντιδιφθερικοί • | αντιδιφθερικές • | αντιδιφθερικά • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.