αντιαμερικάνικος

Greek

Adjective

αντιαμερικάνικος • (antiamerikánikos) m (feminine αντιαμερικάνικη, neuter αντιαμερικάνικο)

  1. Alternative form of αντιαμερικανικός (antiamerikanikós)

Declension

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.