ανταποδοτικός
Greek
Adjective
ανταποδοτικός • (antapodotikós) m (feminine ανταποδοτική, neuter ανταποδοτικό)
Declension
Declension of ανταποδοτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανταποδοτικός • | ανταποδοτική • | ανταποδοτικό • | ανταποδοτικοί • | ανταποδοτικές • | ανταποδοτικά • |
genitive | ανταποδοτικού • | ανταποδοτικής • | ανταποδοτικού • | ανταποδοτικών • | ανταποδοτικών • | ανταποδοτικών • |
accusative | ανταποδοτικό • | ανταποδοτική • | ανταποδοτικό • | ανταποδοτικούς • | ανταποδοτικές • | ανταποδοτικά • |
vocative | ανταποδοτικέ • | ανταποδοτική • | ανταποδοτικό • | ανταποδοτικοί • | ανταποδοτικές • | ανταποδοτικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανταποδοτικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανταποδοτικός, etc.) |
Related terms
- see: ανταποδίδω (antapodído, “to reciprocate”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.