ανοιχτόχρωμος
Greek
Adjective
ανοιχτόχρωμος • (anoichtóchromos) m (feminine ανοιχτόχρωμη, neuter ανοιχτόχρωμο)
Declension
Declension of ανοιχτόχρωμος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανοιχτόχρωμος • | ανοιχτόχρωμη • | ανοιχτόχρωμο • | ανοιχτόχρωμοι • | ανοιχτόχρωμες • | ανοιχτόχρωμα • |
genitive | ανοιχτόχρωμου • | ανοιχτόχρωμης • | ανοιχτόχρωμου • | ανοιχτόχρωμων • | ανοιχτόχρωμων • | ανοιχτόχρωμων • |
accusative | ανοιχτόχρωμο • | ανοιχτόχρωμη • | ανοιχτόχρωμο • | ανοιχτόχρωμους • | ανοιχτόχρωμες • | ανοιχτόχρωμα • |
vocative | ανοιχτόχρωμε • | ανοιχτόχρωμη • | ανοιχτόχρωμο • | ανοιχτόχρωμοι • | ανοιχτόχρωμες • | ανοιχτόχρωμα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανοιχτόχρωμος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανοιχτόχρωμος, etc.) |
Related terms
- see: ανοιχτός (anoichtós, “open; pale”, adjective)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.