ανοιγμένος
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /a.niɣˈme.nos/
- Hyphenation: α‧νοιγ‧μέ‧νος
Participle
ανοιγμένος • (anoigménos) m (feminine ανοιγμένη, neuter ανοιγμένο)
Declension
Declension of ανοιγμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανοιγμένος • | ανοιγμένη • | ανοιγμένο • | ανοιγμένοι • | ανοιγμένες • | ανοιγμένα • |
genitive | ανοιγμένου • | ανοιγμένης • | ανοιγμένου • | ανοιγμένων • | ανοιγμένων • | ανοιγμένων • |
accusative | ανοιγμένο • | ανοιγμένη • | ανοιγμένο • | ανοιγμένους • | ανοιγμένες • | ανοιγμένα • |
vocative | ανοιγμένε • | ανοιγμένη • | ανοιγμένο • | ανοιγμένοι • | ανοιγμένες • | ανοιγμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανοιγμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανοιγμένος, etc.) |
Related terms
compounds
- ημιανοιγμένος (imianoigménos, “half opened”)
- μισοανοιγμένος (misoanoigménos, “half opened”), μισανοιγμένος (misanoigménos)
- ξανοιγμένος (xanoigménos)
- ολανοιγμένος (olanoigménos, “entirely opened”)
Further reading
- ανοιγμένος - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary [MGED online, 2009. letter α only], Centre for the Greek language
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.