ανεμομέζωμα
Greek
Noun
ανεμομέζωμα • (anemomézoma) n (plural ανεμομαζέματα) (more usually in the plural)
- Alternative form of ανεμομάζωμα (anemomázoma)
Declension
declension of ανεμομέζωμα
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | ανεμομάζεμα • | ανεμομαζέματα • |
genitive | ανεμομαζέματος • | ανεμομαζεμάτων • |
accusative | ανεμομάζεμα • | ανεμομαζέματα • |
vocative | ανεμομάζεμα • | ανεμομαζέματα • |
Derived terms
- ανεμομαζέματα διαβολοσκορπίσματα (anemomazémata diavoloskorpísmata, “easy come, easy go”, phrase)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.