ανγκολέζικος
Greek
Adjective
ανγκολέζικος • (angkolézikos) m (feminine ανγκολέζικη, neuter ανγκολέζικο)
- Alternative form of αγκολέζικος (agkolézikos)
Declension
Declension of ανγκολέζικος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανγκολέζικος • | ανγκολέζικη • | ανγκολέζικο • | ανγκολέζικοι • | ανγκολέζικες • | ανγκολέζικα • |
genitive | ανγκολέζικου • | ανγκολέζικης • | ανγκολέζικου • | ανγκολέζικων • | ανγκολέζικων • | ανγκολέζικων • |
accusative | ανγκολέζικο • | ανγκολέζικη • | ανγκολέζικο • | ανγκολέζικους • | ανγκολέζικες • | ανγκολέζικα • |
vocative | ανγκολέζικε • | ανγκολέζικη • | ανγκολέζικο • | ανγκολέζικοι • | ανγκολέζικες • | ανγκολέζικα • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.