αναφωνητό
Greek
Declension
declension of αναφωνητό
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | αναφωνητό • | αναφωνητά • |
genitive | αναφωνητού • | αναφωνητών • |
accusative | αναφωνητό • | αναφωνητά • |
vocative | αναφωνητό • | αναφωνητά • |
Synonyms
- κραυγή f (kravgí)
Related terms
- see: αναφωνώ (anafonó, “to exclaim”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.