αναπολόγητος
Greek
Etymology
From Ancient Greek ἀναπολόγητος (anapológētos, “without excuse or defence”).
Adjective
αναπολόγητος • (anapológitos) m (feminine αναπολόγητη, neuter αναπολόγητο)
- undefended
- without a hearing
Declension
Declension of αναπολόγητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναπολόγητος • | αναπολόγητη • | αναπολόγητο • | αναπολόγητοι • | αναπολόγητες • | αναπολόγητα • |
genitive | αναπολόγητου • | αναπολόγητης • | αναπολόγητου • | αναπολόγητων • | αναπολόγητων • | αναπολόγητων • |
accusative | αναπολόγητο • | αναπολόγητη • | αναπολόγητο • | αναπολόγητους • | αναπολόγητες • | αναπολόγητα • |
vocative | αναπολόγητε • | αναπολόγητη • | αναπολόγητο • | αναπολόγητοι • | αναπολόγητες • | αναπολόγητα • |
Related terms
- see: απολογούμαι (apologoúmai, “I defend myself”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.