αναμορφωτήριο
Greek
Noun
αναμορφωτήριο • (anamorfotírio) n (plural αναμορφωτήρια)
- young offenders institution, approved school, borstal (UK)
- reform school, reformatory (US)
Declension
declension of αναμορφωτήριο
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | αναμορφωτήριο • | αναμορφωτήρια • |
genitive | αναμορφωτηρίου •, αναμορφωτήριου • | αναμορφωτηρίων • |
accusative | αναμορφωτήριο • | αναμορφωτήρια • |
vocative | αναμορφωτήριο • | αναμορφωτήρια • |
Related terms
- see: αναμορφώνω (anamorfóno, “to reform”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.