αναιμικός
Greek
Declension
Declension of αναιμικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναιμικός • | αναιμική • | αναιμικό • | αναιμικοί • | αναιμικές • | αναιμικά • |
genitive | αναιμικού • | αναιμικής • | αναιμικού • | αναιμικών • | αναιμικών • | αναιμικών • |
accusative | αναιμικό • | αναιμική • | αναιμικό • | αναιμικούς • | αναιμικές • | αναιμικά • |
vocative | αναιμικέ • | αναιμική • | αναιμικό • | αναιμικοί • | αναιμικές • | αναιμικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αναιμικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αναιμικός, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναιμικότερος • | αναιμικότερη • | αναιμικότερο • | αναιμικότεροι • | αναιμικότερες • | αναιμικότερα • |
genitive | αναιμικότερου • | αναιμικότερης • | αναιμικότερου • | αναιμικότερων • | αναιμικότερων • | αναιμικότερων • |
accusative | αναιμικότερο • | αναιμικότερη • | αναιμικότερο • | αναιμικότερους • | αναιμικότερες • | αναιμικότερα • |
vocative | αναιμικότερε • | αναιμικότερη • | αναιμικότερο • | αναιμικότεροι • | αναιμικότερες • | αναιμικότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αναιμικότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναιμικότατος • | αναιμικότατη • | αναιμικότατο • | αναιμικότατοι • | αναιμικότατες • | αναιμικότατα • |
genitive | αναιμικότατου • | αναιμικότατης • | αναιμικότατου • | αναιμικότατων • | αναιμικότατων • | αναιμικότατων • |
accusative | αναιμικότατο • | αναιμικότατη • | αναιμικότατο • | αναιμικότατους • | αναιμικότατες • | αναιμικότατα • |
vocative | αναιμικότατε • | αναιμικότατη • | αναιμικότατο • | αναιμικότατοι • | αναιμικότατες • | αναιμικότατα • |
Related terms
- see: αναιμία f (anaimía, “anaemia”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.