αναδημιουργημένος
Greek
Etymology
Perfect participle of αναδημιουργούμαι (anadimiourgoúmai), passive voice of αναδημιουργώ (“Ι recreate”). Morphologically, ανα- (ana-, “re-”) + δημιουργημένος (dimiourgiménos, “created”).
Pronunciation
- IPA(key): /a.na.ði.mi.ur.ʝiˈme.nos/
- Hyphenation: α‧να‧δη‧μι‧ουρ‧γη‧μέ‧νος
Participle
αναδημιουργημένος • (anadimiourgiménos) m (feminine αναδημιουργημένη, neuter αναδημιουργημένο)
Declension
Declension of αναδημιουργημένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναδημιουργημένος • | αναδημιουργημένη • | αναδημιουργημένο • | αναδημιουργημένοι • | αναδημιουργημένες • | αναδημιουργημένα • |
genitive | αναδημιουργημένου • | αναδημιουργημένης • | αναδημιουργημένου • | αναδημιουργημένων • | αναδημιουργημένων • | αναδημιουργημένων • |
accusative | αναδημιουργημένο • | αναδημιουργημένη • | αναδημιουργημένο • | αναδημιουργημένους • | αναδημιουργημένες • | αναδημιουργημένα • |
vocative | αναδημιουργημένε • | αναδημιουργημένη • | αναδημιουργημένο • | αναδημιουργημένοι • | αναδημιουργημένες • | αναδημιουργημένα • |
Related terms
- see: αναδημιουργώ (anadimiourgó, “to regenerate”) & δημιουργώ (dimiourgó, “create”)
Further reading
- αναδημιουργημένος - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary [MGED online, 2009. letter α only], Centre for the Greek language
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.