αναγκαιότητα
Greek
Declension
declension of αναγκαιότητα
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | αναγκαιότητα • | αναγκαιότητες • |
genitive | αναγκαιότητας • | αναγκαιοτήτων • |
accusative | αναγκαιότητα • | αναγκαιότητες • |
vocative | αναγκαιότητα • | αναγκαιότητες • |
Related terms
- see: ανάγκη f (anágki, “necessity”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.