ανέφελος
Greek
Etymology
From νέφος (néfos, “cloud, smog”).
Adjective
ανέφελος • (anéfelos) m (feminine ανέφελη, neuter ανέφελο)
Declension
Declension of ανέφελος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανέφελος • | ανέφελη • | ανέφελο • | ανέφελοι • | ανέφελες • | ανέφελα • |
genitive | ανέφελου • | ανέφελης • | ανέφελου • | ανέφελων • | ανέφελων • | ανέφελων • |
accusative | ανέφελο • | ανέφελη • | ανέφελο • | ανέφελους • | ανέφελες • | ανέφελα • |
vocative | ανέφελε • | ανέφελη • | ανέφελο • | ανέφελοι • | ανέφελες • | ανέφελα • |
Related terms
- νέφος n (néfos, “cloud, smog”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.