ανέτοιμος
Greek
Alternative forms
- ατοίμαστος (atoímastos) (colloquial)
- ανετοίμαστος (anetoímastos) (uncommon)
Adjective
ανέτοιμος • (anétoimos) m (feminine ανέτοιμη, neuter ανέτοιμο)
- unready, unprepared
- slow (in response)
Declension
Declension of ανέτοιμος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανέτοιμος • | ανέτοιμη • | ανέτοιμο • | ανέτοιμοι • | ανέτοιμες • | ανέτοιμα • |
genitive | ανέτοιμου • | ανέτοιμης • | ανέτοιμου • | ανέτοιμων • | ανέτοιμων • | ανέτοιμων • |
accusative | ανέτοιμο • | ανέτοιμη • | ανέτοιμο • | ανέτοιμους • | ανέτοιμες • | ανέτοιμα • |
vocative | ανέτοιμε • | ανέτοιμη • | ανέτοιμο • | ανέτοιμοι • | ανέτοιμες • | ανέτοιμα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανέτοιμος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανέτοιμος, etc.) |
Related terms
- see: έτοιμος (étoimos, “ready”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.