ανάστατος
Greek
Adjective
ανάστατος • (anástatos) m (feminine ανάστατη, neuter ανάστατο)
Declension
Declension of ανάστατος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανάστατος • | ανάστατη • | ανάστατο • | ανάστατοι • | ανάστατες • | ανάστατα • |
genitive | ανάστατου • | ανάστατης • | ανάστατου • | ανάστατων • | ανάστατων • | ανάστατων • |
accusative | ανάστατο • | ανάστατη • | ανάστατο • | ανάστατους • | ανάστατες • | ανάστατα • |
vocative | ανάστατε • | ανάστατη • | ανάστατο • | ανάστατοι • | ανάστατες • | ανάστατα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανάστατος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανάστατος, etc.) |
Related terms
- see: αναστατώνω (anastatóno, “to disturb, to put in a panic”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.